ἀφαίτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφαίτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀφαίτης ὁ, Ἤπ. (Τσαμαντ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λακων.) ἀφαέτης Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
1) Ὁ τοῖχος τῆς στενωτέρας πλευρᾶς τῆς ὀρθογωνίου οἰκίας ὁ ἄνευ παραθύρων Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λακων.) 2) Ἐκ τῶν δοκῶν τῆς στέγης ἡ ἀπὸ τῆς γωνίας πρὸς τὴν κορυφαίαν δοκὸν κατευθυνομένη Πελοπν. (Λακων.) 3) Ὁ πρὸς τὸν τοῖχον τῆς στενωτέρας πλευρᾶς τόπος πρὸς ἀφόδευσιν, ἀφοδευτήριον Ἤπ. (Τσαμαντ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Λάκων) 4) Τὸ ἄριστον μέρος πράγματός τινος Πελοπν. (Λακων. Μάν.): Ἕνα χωράφι ἀφαέτης Μάν. Ἐτοῦτο κάνει καλὸ gαρπό, ἔναι ἀφαέτης τοῦ χωραφιˬοῦνε αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA