ἀπροστάτευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπροστάτευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπροστάτευτος ἐπίθ. κοιν.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀπροστάτευτος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἔχων προστασίαν, ὁ μὴ προστατευόμενος παρά τινος: 'Απροστάτευτη γυναῖκα. Πέθανε κιˬ ἄφησε δυˬὸ ἀρφανὰ μικρὰ κιˬ ἀπροστάτευτα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/