ἀπροσύνιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπροσύνιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπροσύνιˬαστος ἐπίθ. Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *προσυνιˬαστὸς<προσυνιˬάζω.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος ἐπὶ τοῦ ὁποίου δὲν προσηρμόσθη τὸ ὑνίον, ἐπὶ ἀρότρου: Ἀπροσύνιˬαστο ἀλέτρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA