ἀπροσώρευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπροσώρευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπροσώρευτος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἀπροσέρευος Πόντ. (Σάντ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *προσωρευτὸς<προσωρεύω. Ὁ τύπ. ἀπροσέρευος ἔχει τὸ ε ἐκ τοῦ τύπ. σερεύω παρὰ τὸ σωρεύω.

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ σεσωρευμένος Πόντ. (Σάντ.) 2)Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δὲν ἀνέσυρε τὰ κράσπεδα τῶν ἐνδυμάτων του διερχόμενος λασπῶδες μέρος Πόντ. (Κερασ. Οἰν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/