ἀποτεκνάδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποτεκνάδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποτεκνάδι τό, Θρᾴκ. (Γανόχ. Σαρεκκλ. Σηλυβρ. Τσανδ. κ.ἀ.)-Λεξ. Βλαστ. 412- ΠΠαπαχριστοδ. Θρᾳκ. ἠθογραφ. 4,20.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ, τοῦ οὐσ. τέκνον καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άδι.

Σημασιολογία

1)Τὸ τελευταῖον γεννώμενον τέκνον ἔνθ’ ἀν.: Δυˬὸ συγγενικὰ κορίτσιˬα ποῦ ’χαν μείνει, πρωτογεννημένο τό ’να καὶ τ’ ἄλλο ἀποτεκνάδι, πιˬάσαν τὸ προζύμι γιˬὰ τὰ κουλίκιˬα ΠΠαπαχριστοδ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποβυζαστάρι καὶ ἀπόσπερμα2. 2)Ἀποτεκνάρι, ὃ ἰδ., Λεξ. Βλαστ. 412

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/