ἀπρόφταστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπρόφταστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπρόφταστος ἐπίθ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) ἀπρόφταστους Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀμπρόφταγος πολλαχ. ἀναπρόφταγος ΓἈθάν. Δέκα ἔρωτ. 176 ἀνεπρόφταστος Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *προφταστὸς<προφτάνω. Περὶ τοῦ τύπ. ἀμπρόφταγος πβ. ΙΚακριδ. ἐν Ἀθηνᾷ 38 (1926) 204.
Σημασιολογία
1)Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ προφθάσῃ πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.): Εἶναι ἀπρόφταστος ’ς τὴ δουλει͜ά. Ἡ γυναῖκα του εἶναι ἀπρόφταστη ’ς τὰ λοῦσα πολλαχ. Ὁ γιˬός μας πεˬὰ μεγάλωσε, τρέχει ’ς τὰ δεκαπέντε κ’ εἶναι ἀπρόφταστος ΓΒλαχογιάνν. Μεγάλ. χρόν. 36. Ἔτρεξαν ἀποπίσ’ ἀτουν, ἄμαν ἐκεῖνοι τάρ ἔφυγαν ἀπρόφταστοι (ἔτρεξαν κατόπιν των, ἀλλ’ ἐκεῖνοι τάχιστα ἔφυγον χωρὶς νὰ τοὺς προφθάσουν) Κερασ. Συνών. ἀκατάφταστος 2, ἀσύφταστος. β)Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν προφθάνει τις νὰ σώσῃ Λεξ. Δημητρ.: Κολυμπῶντας μούδιˬασε καὶ πνίγηκε ἀπρόφταστος. 2)Ὁ μὴ προφθάσας νὰ μεγαλώση εἰς ἡλικίαν, ἄωρος Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Βούρβουρ. Λακων.) Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) κ.ἀ.-ΓΒλαχογιάνν. Μεγάλ. χρόν. 14: ’Σ τὴ φωτιˬὰ θὰ πήξῃ ἡ γνῶσι του καὶ τὴν παλληκαριˬά του ποῦ ’ναι ἀπρόφταστη θὰ τὴ στομώσῃ ἡ πρᾶξι ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. || Φρ. Τ’ ἀπρόφταστό μου! (τὸ προσφιλὲς τέκνον μου τὸ προώρως ἀποθανόν!) Ἤπ. Πολλαχοῦ εἰς ἀρατικὰς φρ.: Ἆ βρέ, ἀπρόφταστο! (ἐπὶ παίδων, ποῦ νὰ ἀποθάνῃς πρὶν ἐνηλικιωθῇς!) Λακων. Ἄχ! ἀμπρόφταγο! Βούρβουρ. Ποῦ εἶσι, μουρ’, ἀπρόφταστου! Ζαγόρ. Ἄχαρε κιˬ ἀπρόφταστε! Κερασ. 3)Οὐσ., τὸ μέρος ὅπου εἴθε νὰ μὴ δύναταί τις νὰ προφθάσῃ τινὰ ΓἈθάν. ἔνθ’ ἀν.: Φρ. ’Σ τ’ ἀνασύφταγα καὶ ’ς τ’ ἀναπρόφταγα! (ἀρά).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA