ἀποτελει͜ώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποτελει͜ώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποτελει͜ώνω, ἀποτελειώνω λόγ. κοιν. ἀποτελει͜ώνω κοιν. ἀπουτιλει͜ώνου βόρ. ἰδιώμ. ἀποτελε͜ιούου Τσακων.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. τελε͜ιώνω.

Σημασιολογία

1)Φέρω τι εἰς πέρας, ἀποπερατώνω, συμπληρώνω κοιν. καὶ Τσακων.: Ἀποτελείωσα τὸ γράμμα-τὴ δουλει͜ὰ-τὸ κλάδεμα-τὸ σκάψιμο κττ. Πῆγε ’ς τὸ Παρίσι ν’ ἀποτελει͜ώσῃ τοὶς σπουδές του κοιν. Καὶ ἀμτβ. ἀποπερατώνομαι, συμπληρώνομαι σύνηθ.: Δὲν ἀποτελείωσε ἀκόμη ἡ δουλει͜ά. 2)Δαπανῶ τι ἐντελῶς, καταναλίσκω σύνηθ.: Κοντεύομε ν’ ἀποτελει͜ώσουμε τὸ λᾴδι-τὸ σ’τάρι κττ. Καὶ ἀμτβ. ἐξαντλοῦμαι πολλαχ.: Ἀποτελείωσε τὸ λᾴδι. 3)Θανατώνω κοιν. καὶ Τσακων.: Τὸν ἀποτελείωσε μὲ δυˬὸ μαχαιρεˬὲς-μὲ μιˬὰ πιστολεˬά. Ὁ πληγωμένος ἀνάπνεε ἀκόμα καὶ γυρίζει καὶ τὸν ἀποτελει͜ώνει κοιν. Νιˬ ἀποτελε͜ιοῦτζε μὲ τὰ μαχαίρα σι Τσακων. || ᾎσμ. Κὶ βγάζει τοὺ χαντζέρι κὶ τὴν ἐσκότουσι κὶ ’πὰ ’ς τὰ γόνατά του τὴν ἀπουτέλει͜ουσι Αἶν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναπαρώνω 6. Καὶ ἀμτβ. φονεύομαι, θανατώνομαι πολλαχ.: Ἀποτελείωσε ἀπ’ τοὶς μαχαιρεˬές. 4)Δέρνω ἢ βασανίζω ἀνηλεῶς μέχρι θανάτου (σημ. κατὰ δείνωσιν) κοιν.: Τὸν ἀποτελείωσε ’ς τὸ ξύλο. Τὸν ἀποτελείωσε ὁ πόνος. Συνών. σκοτώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/