ἀφάκρασι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφάκρασι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀφάκρασι ἡ, ἀμάρτ. ἄφ’κρησι Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀφούκρασι ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,159.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀφακράζομαι Πβ. καὶ μεταγν. ἐπακρόασις. Τύπ. αὔκρησις παρὰ Δουκ. καὶ Γερμ., ἀφούκρασις δὲ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
Ἀφάκρασμα 1, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA