ἀφακραστὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφακραστὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀφακραστὴς ὁ, ἀμάρτ. ἀφηκραστὴς Λεξ. Κὶνδ ἀφ᾽κρηστὴς Ἴμβρ. ἀφουκραστὴς ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,159 ἀφουγκραστὴς Στερελλ. (Ἀράχ.) - Λεξ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀφακράζομαι. Πβ. καὶ μεσν. ἐπακροατὴς ἐν γλωσσαρίοις. Τύπ. ἀφηκρηστὴς ἐν Πεντατεύχ. Ἔξοδ. 15, 26 (ἔκδ. Hesseling), αὐκρηστὴς παρὰ Δουκ (λ. αὐκροῦσθαι), τὸ δὲ ἀφουκραστὴς καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
Ὁ προσπαθὼν νὰ ἀκούσῃ τι κρυφίως, ὠτακουστὴς ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀφουγκραστὴς δὲ γίνουμ’ Στερελλ. (Ἀράχ.) Ξέρ’ς τί ἀφ’κρηστὴς ποῦ ᾿νι τούτουνους; κἀμμιˬὰ κουβέdα δὲ dοὺ γιλᾷ Ἴμβρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA