ἀπτάλης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπτάλης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπτάλης ἐπίθ. Λεξ. Δημητρ. ἀπτά’ς Θάσ. Ἴμβρ. ἀπτάλτς Μακεδ. (Βλάστ.) Πόντ. (Σάντ.) ἀπdάλης Λεξ. Δημητρ. ἄβδαλος Πελοπν. (Κλουτσινοχ. Συκεˬὰ Κορινθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. aptal.

Σημασιολογία

1)Ἀνόητος, μωρὸς Πόντ. (Σάντ.)-Λεξ. Δημητρ. Συνών. μπουνταλᾶς. β)Ἐπιπόλαιος, φλύαρος Πελοπν. (Κλουτσινοχ. Συκεˬὰ Κορινθ.): Ἄβδαλος ἄντρας Κλουτσινοχ. Ἄβδαλη γυναῖκα αὐτόθ. 2)Ἀτημέλητος, ρακένδυτος Θάσ. Ἴμβρ. Μακεδ. (Βλάστ.) Πελοπν. (Συκεˬὰ Κορινθ.): Σὰν ἀπτά’ς γυρνᾷς μέσ’ ’ς τ’ δρόμ’ (’ς τοὺς δρόμους) Θάσ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/