ἀφακρώνομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφακρώνομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀφακρώνομαι ἀμάρτ. ἀφ᾿κουρών-νομαι Μεγίστ. ἀφ᾿κουρών-νουμου Λυκ. (Λιβυσσ.) ᾿φ᾿κρών-νομαι Σύμ. ’φουκρών-νομαι Σύμ. Προστακτ. ἀόρ. ἀφ᾿κουρώθου Μεγίστ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπακροῶμαι. Ὁ μεταπλασμὸς κατὰ τὰ εἰς -ώνω ἔλαβεν ἀρχὴν πιθανῶς ἐκ τοῦ ἀορ. ἐπηκροάσθην, ὅθεν *ἐπηκρόσθην καὶ *ἐπηκρώθην κατὰ τὸ σχῆμα ἐχώσθην-ἐχώθην. Πβ. καὶ τὸ ἁπλοῦν ἀκρώννομαι ἐκ τοῦ ἀκροῶμαι. Παρὰ Δουκ. τύπ. ἀπαρεμφ. αὐκροῦσθαι, τ.ἔ. ἀφ᾿κροῦσθαι.
Σημασιολογία
1) Ἀφακράζομαι 1, ὃ ἰδ., ἔνθ. ἀν. 2) Ἀφακράζομαι 1 β, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ἐφ᾽κρών-νετον εἰς τὴν πόρταν κ᾽ ἐγροίκαν τ᾿ ἔν᾿ ποῦ λέαμε Σύμ. Ἐφουγκρέθε ᾿ς σὴν πόρταν ὀπικαικὰ (ὀπίσω ἀπὸ τὴν πόρταν) Κοτύωρ. 3) Ἀφακράζομαι 1 γ, ὃ ἰδ., Σύμ.: Ἐφ᾽κρώθην με ὁ γιατρός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA