ἀφαλίτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφαλίτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀφαλίτης ὁ, Κύθν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀφάλι ἢ ἀφαλὸς καὶ τῆς καταλ. -ίτης.

Σημασιολογία

1) Ἀφάλι 4, ὃ ἰδ. 2) Ἔμπλαστρον θερμὸν τιθέμενον ἐπὶ τοῦ ὀμφαλοῦ πρὸς κατάπαυσιν κοιλιακῶν πόνων ἢ ἰσχυροῦ ἐμέτου ἀποδιδομένων εἰς τὸν ὀμφαλόν: Τοῦ κάνω ἕναν ἀφαλίτη γιˬὰ νὰ τοῦ ἀπαdήξω τὸν ἐμετό.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/