ἀφαλοκάρδιˬα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφαλοκάρδιˬα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀφαλοκάρδιˬα τά, ἀμάρτ. ἀφ-φαλοκάρδιˬα Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀφάλι καὶ καρδιˬά.
Σημασιολογία
Ὁ ὀμφαλὸς καὶ ἡ κοιλία: Συγκόβομαι 'ποῦ τὸν πόνον ποῦ βγαίν-νει ᾽ποὺ τ᾿ ἀφφαλοκάρδιˬα μου ταὶ κλώθει τ᾽ ἂντερά μου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA