ἀφαλοκόβω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφαλοκόβω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀφαλοκόβω, ὀφαλοκόβω Ἤπ. ἀφαλοκόβω σύνηθ. ἀφαλουκόβου βόρ. ἰδιώμ. ἀφαλοκόφτω πολλαχ. ἀφαλουκόφτου Ἴμβρ. Σαμοθρ. κ.ἀ. ἀφαλοκόβγω Ἄνδρ. Κρήτ. Κύθν. Σίφν. ἀφ-φαλοκόβγω Σύμ. ἀφ-φαλ-λοκόβγω Σύμ. ἀφ-φαλ-λοκόβγου Εὔβ. (Κουρ.) ἀφ-φαλοκόβκω Κύπρ. ᾿φαλοκόφτω Πόντ. (Ἀργυρόπ. Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ’φαλοκόβω Μύκ. ’φαλοκόβγω Κρήτ. ’φ-φαλοκόβγω Κάρπ. ’φ-φαλ-λοκόβγω Μεγίστ. ’φ-φαλοκόβgω Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀφάλι ἢ ἀφαλὸς καὶ τοῦ ρ. κόβω.
Σημασιολογία
1) Κόπτω τὸν ὀμφάλιον λῶρον τοῦ βρέφους, ὀμφαλοτομῶ, συνήθως ἐν ἀραῖς ἔνθ᾽ ἀν.: Ἡ μαμμὴ - ὁ γιˬατρὸς ἀφαλόκοψε τὸ παιδὶ σύνηθ. || Φρ. Κακοχράχῃ ποῦ σ’ ἀφαλόκοβγενε! (ἀρὰ) Ἄνδρ. Ποῦ νὰ ᾽ῃ τὸ ἀνάθ-θεμα ποῦ σὲ ’φ-φαλόκοβgε! Ρόδ. Ἄδικο νὰ τσῆ δώσῃ ἀποὺ σ᾽ ἐφαλόκοβγε! Κρήτ. Ὅπ' σ᾽ ἀφαλόκοβε! Σκῦρ. Ξέρω ᾿γὼ; -Νὰ ξεραθῇ ποῦ σ’ ἀφαλόκοβε! Αἴγιν. Ὅντα σὀφαλόκοβα, δὲ σὲ κεφαλόκοβα! (ἡ ἀγανακτοῦσα μήτηρ πρὸς τὸ τέκνον της) Ἤπ. Δὲ σὲ κεφαλόκοβα πάρε σ᾿ ἀφαλόκοβα! Πελοπν. (Λακων.) Θαρεῖς πῶς τὸν ἀφαλόκοψε (ἐπὶ ἀνθρώπου ὅστις μεταχειρίζεται ἄλλον ὅπως θέλει) Σῦρ.: Γιατί πουλυˬουπαγαί’ς κὶ κ᾽μᾶσι τσῆ θε͜ιᾶς σ᾽ τοὺ σπίτ’, ἔδικει σ᾽ ἀφαλουκόψαν; (ἐκεῖ ἐγεννήθης;) Ἴμβρ. Συνών. ἀφαλοκοπῶ 1, κοψαφαλιάζω. 2) Κόπτω τὸν ὀμφαλὸν καὶ γενικώτερον πλήττω, κτυπῶ περὶ τὸν ὀμφαλὸν Εὔβ. (Κουρ.)-Λεξ. Δημητρ.: Κάτσε ἥσυχη νὰ μὴν σ᾿ ἀφ-φαλ-λοκόψου! (ἀπειλὴ) Κουρ. Μετοχ. ἀφ-φαλοκομ-μένος :ἐκεῖνος ποῦ εἴθε νὰ κοπῇ ὁ ὀμφαλός του Σύμ. 3) Προξενῶ πόνον εἰς τὴν κοιλίαν ἢ τὴν ὀσφὺν ἀνθρώπου ἢ ζῴου ἐξ ὑπερβολικῆς φορτώσεως Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Τὸν ἀφαλόκοψες τὸν ἄνθρωπο Λεξ. Πρω. Παραφορτώνεις τὸ μουλάρι καὶ θὰ τ᾿ ἀφαλοκόψῃς Λεξ. Δημητρ. Ἀφαλοκόφτηκα ἀπὸ τὸ σήκωμα τοῦ σακκιοῦ αὐτοῦ Συνών. κόβω, κολοκόβω, κοψομεσιˬάζω. 4) Προκαλῶ διὰ λόγων ἢ ἐνεργειῶν φόβον καὶ ἀνησυχίαν Δεξ. Δημητρ.: Τοῦ ᾽δωκες νὰ καταλάβῃ πῶς ξέρεις τοὶς ντροπές του καὶ τὸν ἀφαλόκοψες. Βγῆκε λόγος πῶς θ᾽ ἀπολυθοῦν οἱ μισοὶ ἐργάτες κιˬ ἀφαλοκόφτηκαν ὅλοι τους. Συνών. κόβω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA