ἀπύριν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπύριν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπύριν τό, Χίος ἀπύρι Ἀμοργ. Κάρπ. Κρήτ. Κύθηρ. Νίσυρ. κ.ἀ.-Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ. Δημητρ. ἀπύρ’ Θρᾴκ. (Αἶν. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ παλαιοῦ ἀμαρτ. οὐσ. ἀπύριον, ὃ ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄπυρον τῆς φρ. ἄπυρον θεῖον καθὼς ἐκ τοῦ ἐπιθ. συκωτὸν τῆς φρ. συκωτὸν ἧπαρ τὸ συκώτιον κττ. Περὶ τῆς λ. πβ. Κορ. Ἄτ. 4,169 κἑξ. καὶ ΜΣτεφανίδ. ἐν Λαογρ. 10 (1929/32) 208. Ἡ λ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Δ 744 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «ὁποῦ ’χε δεῖ λινόξυλα ἐκεῖ ’βανε τ’ ἀπύρι».

Σημασιολογία

1)Τὸ χυμικὸν στοιχεῖον θεῖον Ἀμοργ. Θρᾴκ. (Αἶν. κ.ἀ.) Κάρπ. Κρήτ. Κύθηρ. Νίσυρ. κ.ἀ.-Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ. Δημητρ.: Παροιμ. φρ. Τ’ ἀπύρι μὲ τὴ φωθιˬὰ δὲ gάνουνε μαζὶ (οὐδεμία συνεννόησις μεταξὺ εὐεξάπτων) Κρήτ. || ᾌσμ. Καίγομαι κιˬ ἄθος γίνομαι ὡς καίγεται τ’ ἀπύρι, γιˬὰ σένα, φῶς μου, χάνομαι ὄχι γιˬ’ ἀλλῆς χατίρι αὐτόθ. ’Σ τὴ μηχανὴ ποῦ βγάνουνε τὰ σπίρτα καὶ τ’ ἀπύρι, ἐκει͜ὰ νὰ μὲ περάσουνε, δὲ σοῦ χαλῶ χατίρι αὐτόθ. Βάλε φωτιˬὰ ’ς τοὶς λεμονεˬὲς κιˬ ἀπύρι ’ς τὴν αὐλή σου ἐτώρᾳ π’ ἀνεστήθηκεν ὁ ἀκριβὸς γονεῖς σου Κάρπ. Φωτιˬὰ νὰ μπῇ ’ς τὸ μάλαμα κιˬ ἀπύρι ’ς τὸ λοάρι Νίσυρ. Ἡ σημ. καὶ ἐν 'Ερωτοκρ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Κρήτ. Συνών. θε͜ιάφι. 2)Κηρίον φέρον θεῖον πρὸς παραγωγὴν φλογὸς Κύθηρ. Συνών. ἀπυροφίτιλο, θε͜ιαφοκέρι. 3)Ἡ ἄσβεστος ἡ μὴ ἐσβεσμένη ἐν ὕδατι Χίος. Πβ. ἄπυρος 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/