ἀφαλόκομμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφαλόκομμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀφαλόκομμα τό, σύνηθ. ἀφαλόκουμμα πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ’φαλόκομμα Μύκ. ’φ-φαλόκομ-μα Ρόδ. ’φ-φαλ-λόκομ-μαν Λύκ. (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀφαλοκόβω.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἀποκοπὴ τοῦ ὀμφαλίου λώρου, ὀμφαλοτομία σύνηθ. β) Συνεκδ. ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου ἀπεκόπη ὁ ὀμφάλιος λῶρος Ρόδ.: Φρ. Διˬαολόπιστου ’φ-φαλόκομ-μα (ὕβρις). Συνών. ἀφαλοκόπημα, ἀφαλοκοπιˬὰ 1, ἀφαλοκόψιμο. 2) Ἡ ἐκ προπτώσεως τοῦ ὀμφαλοῦ ἢ ἐξ ὀμφαλοκήλης πάθησις Λεξ. Δημητρ. 3) Πόνος περὶ τὴν κοιλίαν ἢ τὴν ὀσφὺν ἐξ ἄρσεως ὑπερβολικοῦ βάρους Λεξ. Δημητρ. Συνών. κολόκομμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA