ἀπυροβόλητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπυροβόλητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπυροβόλητος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *πυροβολητὸς<πυροβολῶ.

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ πυροβοληθεὶς λόγ. σύνηθ.: Τὸ πυροβολικὸ δὲν ἄφησε μέρος ἀπυροβόλητο. 2)Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ πυροβοληθῇ λόγ. σύνηθ.: Ἐκεῖ ἦταν σὲ ἀσφάλεια, δὲ μποροῦσε νὰ πάθῃ τίποτε καὶ χίλιˬες ὀβίδες ἂν ἔπεφταν γῦρο του, ἦταν καθὼς ἔλεγαν στρατιωτικὰ μέρος ἀπυροβόλητο ΙΜουρέλλ. Πολεμ. 63.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/