ἀποτζετζεκώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτζετζεκώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποτζετζεκώνω Πόντ. (Τραπ.) ἀποτζιτζικώνω Πόντ. (Ὄφ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ ἀγνώστου β΄ συνθετικοῦ.
Σημασιολογία
1)Ὑφίσταμαι ἐξόγκωσιν τῆς κοιλίας ἐκ τῆς πολυφαγίας ἔνθ’ ἀν.: Ἔφαεν κ’ ἐπετζετζέκωσεν Τραπ. Συνών. ἀποτετσώνω, πετσώνω, φουσκώνω. 2)Ἐξοιδαίνομαι, ἐπὶ πληγῆς Πόντ. (Ὄφ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA