ἀφαλούδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφαλούδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀφαλούδι τό, ἐνιαχ. ἀφ-φαλούιν Κύπρ. ἀφαλούγι Εὔβ. (Κονίστρ. Κύμ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀφάλι διὰ τῆς καταλ. -ούδι.
Σημασιολογία
1) Ὁ ὀμφαλὸς θωπευτικῶς Κύπρ.: ᾎσμ. Μάννα μου, ’ς τ’ ἀφ-φαλούιν σου ἔ-ει χρυσῆν μαλλούαν ταὶ ἀχτυπᾷ σου τρεῖς γυροὺς τ' ἀκόμα ρέπ’ ἀγκῶναν. 2) Εἶδος μικροῦ κοχλίου Εὔβ. (Κονίστρ. Κύμ. κ.ἀ.) Πβ. ἀφάλι 10.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA