ἀποτζούτζουρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτζούτζουρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποτζούτζουρο τό, Κρήτ. ’ποτζούτζουρο Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. τζουτζούρι.
Σημασιολογία
1)Πληθ., καρποὶ ὡς τὰ τζουτζούριˬα (κυπαρισσόμηλα), ἤτοι ὑπολείμματα εὐτελῆ ἀπίων, καστάνων, κυδωνίων κττ.: Ἐπήρετε τὰ καλὰ καὶ τ’ ἀποτζούτζουρα μοῦ ’φήκετε. 2)Μετων. ἄνθρωπος μικρόσωμος: Ἔχει ἕνα γιˬὸ κ’ εἶναι ὁ κακομοίρης ἀποτζούτζουρο. Συνών. ἀνάκοντος, ἀπόκοντος, κοντοστούμπης, κοντούλλης, κοντούτσικος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA