ἀπροκοψιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπροκοψιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπροκοψιˬὰ ἡ, σύνηθ. ἀνιπρουκουὰ Ἴμβρ. ἀνιπουουκουψιˬὰ Σαμοθρ. ἀπροκοπία Πόντ. (Κερασ.)-Λεξ. Κομ. Περίδ. ᾿Ηπίτ. ἀπροκοπίγιˬα Πόντ. (Κερασ.) ἀπροκοπιˬὰ σύνηθ. ἀπρουκουπιˬὰ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Λέσβ. ἀνηπροκοπιˬὰ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Χίος-Λεξ. Γαζ. (λ. ἀπαιδευσία) ἀνιπρουκουπιˬὰ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σουφλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀπρόκοφτος, παρ’ ὃ καὶ ἀπρόκοπος. Διὰ τὸν σχηματισμὸν ἰδ. ἀ- στερητ. 1β. Ὁ τύπ. ἀπροκοπία καὶ μεσν.
Σημασιολογία
1)Ἔλλειψις εὐδοκιμήσεως, προκοπῆς, ἀνικανότης σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.):Ἡ ἀπροκοψιˬά του δὲ λέγεται! Ἀπὸ τὴν ἀπροκοπιˬά του ἔχασε ὅλη του τὴν περιουσία σύνηθ. Συνών. ἀπροκοπωσύνη. 2)Ἔλλειψις τρόπων, βαναυσότης Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA