ἀποτηγανίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτηγανίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποτηγανίζω σύνηθ. ἀπουτ’γανίζου βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. τηγανίζω. Πβ. καὶ ἀρχ. ἀποτηγανίζω=τρώγω ἐκ τοῦ τηγάνου.
Σημασιολογία
Τελειώνω τὸ τηγάνισμα: Ἅμα ἀποτηγανίσω τὰ ψάριˬα ἔρχομαι. Δὲν ἀποτηγάνισα ἀκόμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA