ἀπρολόγιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπρολόγιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπρολόγιστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀπρολόγητος Λεξ. Βλαστ. ἀπρολόητος Πελοπν. (Βούρβουρ.) ἀπιρολόγητος Εὔβ. (Κονίστρ.) ἀπιρολόητος Μέγαρ. ἀπιρουλόητους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀπερολόητος Μέγαρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *προλογιστὸς<μεσν. προλογίζομαι. Παρὰ Σομ. τύπ. ἀπρολόγιˬαστος. Ὁ τύπ. ἀπιρολόητος κατ’ ἀνάπτυξιν τοῦ συνοδίτου φθόγγου ι.

Σημασιολογία

1)Ἀπρολόγευτος, ὃ ἰδ., Μέγαρ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)-Λεξ. Βλαστ.: Τήρα τ’ ἄνιφτο, τ’ ἀπρολόητο! Βούρβουρ. Ἀπιρολόητο παιδὶ Μέγαρ. Ἄφκει͜αστ’ κιˬ ἀπιρουλόητ’ εἶνι Αἰτωλ. || Φρ. Ἄφερτο γίνη τ’ ἀπερολόητο! (ἐπὶ παιδὸς ἀποστελλομένου δι’ ὑπηρεσίαν τινὰ καὶ ἀργοῦντος νὰ ἐπανέλθῃ. Ἀρὰ) αὐτόθ. 2)᾿Εκεῖνος περὶ τοῦ ὁποίου δὲν ἐλήφθη πρόνοια, ἀπεριποίητος, ἀκαλλιέργητος Εὔβ. (Κονίστρ.): Ἀπιρολόγητα χτήματα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/