ἀφανέριˬος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφανέριˬος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀφανέριˬος ἐπίθ. Μύκ. Τῆν. κ.ἀ. ἀνεφανέριˬος Ἰων. (Κρήν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. φανερός.
Σημασιολογία
Ἀφανής, ἄφαντος ἔνθ’ ἀν.: Ἀφανέριˬα πήγανε τὰ σῦκα (ἐξηφανίσθησαν) Μύκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA