ἀφανέρωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφανέρωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀφανέρωτος ἐπίθ. Ἰων. (Κρήν.) Κύθν. Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ. ἀφανέρουτους Λέσβ. Μακεδ. - ΚΘεοτόκ. Οἱ σκλάβ. 423 ΜΤσιριμώκ. Ἐκ βαθ. 61.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ φαινόμενος, ἀφανής, ἀόρατος ἔνθ’ ἀν.: Γίνη ἄρατος κιˬ ἀφανέρωτος Μάν. Οἱ ἀλεποῦδες πάνε ἄφαdες κι ἀφανέρωτες (ἐξηφανίσθησαν) Κύθν. Ὑπάκουαν ᾽ς ἐκείνην τὴν ἀφανέρωτη δύναμι ΚΘεοτόκ. ἔνθ’ ἀν. || Ποίημ. Τὰ αἰσθήματά μας τ’ ἀφανέρωτα | κάνουν πεˬὸ δυνατὸ τὸν ἔρωτα ΜΤσιριμῶκ. ἔνθ’ ἀν. 2) Θηλ. ἀφανέρουτ’ οὐσ., ἡ δυσκόλως φαινομένη ραφὴ Λέσβ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA