ἀφάνητα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφάνητα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀφάνητα τά, Πελοπν. (Πάτρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *φανητὸς<φαίνομαι ἢ κατ᾽ εὐθεῖαν ἐκ τοῦ ρ. φαίνομαι.

Σημασιολογία

Τὰ ἀπόκρυφα μέρη ἀνδρὸς ἢ γυναικός. Πβ. ἀφανιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/