ἀφανιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφανιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀφανιˬὰ ἡ, Μακεδ. (Σιάτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀφανία.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον δὲν φαίνεται ἢ δὲν πρέπει νὰ φαίνεται, ἐπὶ τῶν γεννητικῶν μορίων: Κρύψι τ’ν ἀφανιˬά σ᾿! Πβ. ἀφάνητα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA