ἀπροσγάλιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπροσγάλιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπροσγάλιˬαστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀπρουσγάλιˬαστους Εὔβ. (Στρόπον.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *προσγαλιˬαστὸς<προσγαλιˬάζω.

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος εἰς τὸν ὁποῖον δὲν ἀνεμείχθη, δὲν προσετέθη κατὰ τὸν βρασμὸν νέον γάλα, πρόσγαλα, ἐπὶ μυζήθρας: Μυτζήθρα ἀπρουσγάλιˬαστη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/