ἀπροσκάλεστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπροσκάλεστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπροσκάλεστος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Χαλδ.) ἀπρουσκάλιστους βόρ. ἰδιώμ. ἀπρουσκά’στους Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀπροσκάλετος Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *προσκαλεστὸς<προσκαλῶ. Διὰ τὸν τύπ. ἀπροσκάλετος πβ. ἀκάλετος παρὰ τὸ ἀκάλεστος.
Σημασιολογία
1)Ἀπρόσκλητος, συνήθως εἰς γάμους καὶ οἰκογενειακὰς ἑορτὰς ἔνθ’ ἀν.: Δὲν ἄφησε κἀνένα ἀπροσκάλεστο ’ς τὸ γλέντι, ὅλους τοὺς προσκάλεσε σύνηθ. Συνών. ἀκάλεστος 1, ἀπροσκάλευτος 1. 2)Ὁ ἀπροσκλήτως προσελθών, αὐτόκλητος ἔνθ’ ἀν.: Ἀπροσκάλεστος πῆγε ’ς τὸ γάμο-’ς τὸ γλέντι-’ς τὸ χορὸ κττ. σύνηθ. Μοῦ ’ρθις σήμιρα ἀπρουσκά’στους ’ς τοὺ τραπέζ’ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Συμπάθησέ με ποῦ μπῆκα ἀνάμεσό σας ἀπροσκάλεστος ΚΠαλαμ. Τρισεύγ. 25 || Παροιμ. Ἀπρουσκάλιστους φίλους, ἕτ’μους σκύλλους Μακεδ. (Λακκοβ.) || Γνωμ. Οὑ ἀπρουσκάλιστους μέ’ ὄξου ἀπ’ τὴν πόρτα Μακεδ. Συνών. ἀκάλεστος 2, ἄκραχτος 2, ἀλάλητος 3, ἀπροσκάλευτος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA