ἄφανος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄφανος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄφανος ἐπίθ. Ἤπ. Θρᾴκ. (Μέτρ.) Κέρκ. Κεφαλλ. Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.) - Λεξ. Δημητρ. ἄφανους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. (Χαλκιδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἀφανὴς ἢ ἐκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ρ. φαίνομαι.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ φαινόμενος, ἀόρατος, ἄφαντος Ἤπ. Θρᾴκ. (Μέτρ.) Κέρκ. Κεφαλλ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Πόντ. - Λεξ. Δημητρ.: Ἔγιναν ἄφανα τὰ σῦκα ἀπ’ τὸ ντουλάπι Λεξ. Δημητρ. Ἄφανος ἦταν γιˬὰ πολὺν καιρὸ καὶ τώρα πάλι βγῆκε 'ς τὴ μέση αὐτόθ. Ἐγέν᾿τον ἄφανος Πόντ. Γί’κι ἄφανους Χαλκιδ. || Φρ. Εἶναι ἄφανος κι ἄγροικος (οὔτε φαίνεται οὔτε ἀκούεται) Κεφαλλ. Ἐπῆγε ἄφανος Κέρκ. β) Οὐσ. τὰ ἄφανα τσῆ γῆς, τὰ καταχθόνια, ὁ ᾍδης Κεφαλλ. 2) Ὁ μὴ γνωριζόμενος, ἄγνωστος Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.): ’Κεῖνου εἶνι ἄφανου πρᾶμα. 3) Ὁ ταχέως δαπανώμενος Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Ἄφανον ἔτον ἀοῦτο τὸ φαεῖν Τραπ. Τὸ ταζέδικον τὸ ψωμὶν ἄφανον ἔν᾽ (ταζέδικον=φρέσκο) αὐτόθ. Τ᾿ ἄσπρον τ᾿ ἅλας ἄφανον ἔνι Κερασ. Φ) Οὐδ. οὐσ., εἶδος νοσήματος τῶν ὀφθαλμῶν Πόντ. (Ὄφ.): ’Σ σ᾿ ὀμμάτιν ἀτ’ ἄφανο ἔφερε. Πβ. ἄφαντος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA