ἀποτοιχώνομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτοιχώνομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποτοιχώνομαι Ἰων. (Κρήν.) Χίος
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπότοιχος.
Σημασιολογία
Κρύπτομαι ὄπισθεν τοίχου ἔνθ’ ἀν.: Φύγε ἀποτοιχώσου Χίος Ὁ δεῖνα ἀποτοιχώθηκε- εἶναι ἀποτοιχωμένος αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA