ἀποτοκίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποτοκίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποτοκίζω ἀμάρτ. ’ποτοκίζω Κρήτ. (Σητ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀπότοκο.

Σημασιολογία

Ὑπενθυμίζω εὐεργεσίαν πρὸς ὀνειδισμὸν (οἱονεὶ διαλαλῶν αὐτὴν ὡς ἡ μετὰ τὴν ᾠοτοκίαν κακκαρίζουσα ὄρνις): Κάθα ὥρα καὶ στιμὴ μοῦ ’ποτοκίζει ἐκει͜ανὰ ποῦ μοῦ ’δωκε ὀπέρυσις. Γύρισέ του τα πίσω νὰ μὴ ’γροικῶ νὰ σοῦ τὰ ’ποτοκίζῃ. Συνών. ἰδ. ἀναγορεύω 2, ἀναγορίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/