ἀφάνταστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφάνταστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀφάνταστος ἐπίθ. σύνηθ. ἀφάdαστος πολλαχ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀφάνταστος=ὁ ἄνευ φαντασίας.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ὑπερηφανευόμενος, μετριόφρων, σεμνὸς σύνηθ.: Ἀφάνταστος ἄνθρωπος. Γυναῖκα ἀφάνταστη. Ἁπλὸς κιˬ ἀφάνταστος σύνηθ. Ἄφαντη κιˬ ἀφάdαστη γυναῖκα Κεφαλλ. 2) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναται νὰ φαντασθῇ κἀνείς, ὁ ὑπερβαίνων τὰ ὅρια τῆς φαντασίας, ἐξαιρετικὸς σύνηθ.: Ἀφάνταστος κόπος. Ἀφάνταστη εὐτυχία -καταστροφὴ κττ. Ἀφάνταστο γλέντι. Συνών. ἄπιστος 5, ἄπλαστος Α3, ἀφώτιστος. Πβ. ἀφάνταχτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA