ἀπότοκο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπότοκο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπότοκο τό, Ἀμοργ. Ἄνδρ. Θήρ. Θρᾴκ. Κάλυμν. Κρήτ. (Σητ.) Χίος κ.ἀ.-Λεξ. Περίδ. ἀπότικο Κῶς Νίσυρ. ’πότοκο Κρήτ. Πελοπν. ἀπόκοττο Ἀνάφ. Ἄνδρ. Εὔβ. (Κάρυστ.) Θήρ. Κέως Κρήτ. Μύκ. Νάξ. (Βόθρ. Γαλανᾶδ. Κορων. Χαλκ.) Σῦρ. κ.ἀ. ἀπότοκος ὁ, Λέρ. ἀπότουκους Λυκ. (Λιβύσσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἀπότοκος=ὁ ἔκ τινος γεννώμενος, προερχόμενος. Τὸ ἀπόκοττο ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ κόττα.

Σημασιολογία

1)Τὸ ἐν τῇ φωλεᾷ τῆς ὄρνιθος διαρκῶς μένον ᾠὸν διὰ νὰ προσελκύεται αὕτη καὶ νὰ γεννᾷ ἐκεῖ καὶ οὐχὶ ἀλλαχοῦ (πολλάκις ἀντὶ ᾠοῦ δύναται νὰ τεθῇ ἄλλο παρόμοιον πρᾶγμα, οἷον λευκὸς λίθος, λευκὸν κρόμμυον, λευκὸς σάπων κττ.) ἔνθ’ ἀν.: Χωρὶς ἀπόκοττο δὲ gαθίζει ἡ ὄρνιθα νὰ κάμῃ τ’ ἀβγὸ Κρήτ. Ἤφηκε ἀπότοκο ’ς τὴ φωλεˬὰ γιˬὰ νὰ μπῇ ἡ ὄρνιθα νὰ κάμη τ’ ἀβγὸ Σητ. Συνών. ἀβγομάννα 3, ἀβγότοκο, ἀποτόκι, ἀποφώλι, πρόσαβγο, προσφώλι, πρόσφωλος, φώλι, φωλίτης, φῶλος. 2)Τὸ τελευταῖον γεννηθὲν ᾠὸν Ἄνδρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/