ἀποτολμῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποτολμῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποτολμῶ Ἤπ. κ.ἀ.-ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ2 179 ’ποτολμῶ Κύπρ. ἀποτορμῶ Κύπρ. ’ποτορμῶ Κύπρ. ἀποτολμίζω Πόντ. (Κερασ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀποτολμῶ. Τὸ ἀποτορμῶ καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1,76 (ἔκδ. RDawkins) «νὰ μὲν ἀποτορμοῦν . . . νὰ φεύγουν».

Σημασιολογία

Ἐπιχειρῶ τι μὲ τόλμην ἢ τολμῶ πέραν τοῦ δέοντος ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Σῶπα, σῶπ’, ἀφεντάκι, δὲν ἀποτολμῶ, γιˬατ’ εἶμ’ ἀντρὸς γυναῖκα καὶ χωρίζουμαι Ἤπ. Ἂς ἔρτῃ ὅπκο͜ιος ’ποτολμᾷ νὰ μὲ κακολογήσῃ Κύπρ.-Ποίημ. Δοξάζω τὸ κορμὶ ποῦ ἀποτολμάει . . . θεϊκὰ νὰ μετρηθῇ μὲ τὴ γαλήνη | τῶν ἀγαλμάτων ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/