ἀπρεπιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπρεπιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπρεπιˬὰ ἡ, ἐνιαχ. ἀπρεπία ΙΙόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀπρεπίγιˬα Πόντ. (Κερασ.) ἀπουρπιˬὰ Μακεδ. (Καταφύγ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄπρεπος.
Σημασιολογία
Ἀπρέπεια, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ἡ ἀπρεπιˬά του δὲν ἔχει ὅρια. Τέτοι͜ες ἀπρεπιˬὲς νὰ μὴν κάνῃς ἄλλη φορὰ ἐνιαχ. Ἀπρεπίας μὴ ποίς (ποίς=ποίῃς=ποιῇς) Κερασ. Ἐκεῖ ’ς σὸν τόπον πολλὰ ἀπρεπίας ἐποίκεν Χαλδ. Ἀπρεπίαν ἔχομ’ ἀτο νὰ μὴ φιλοῦν τὰ κορίτ’ τῆ μισφιρίων τὰ έρ (θεωροῦμεν ἀπρεπὲς τὸ νὰ μὴ φιλοῦν τὰ κορίτσια τὰς χεῖρας τῶν ξένων) αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA