ἀφαντώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφαντώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀφαντώνω ἀμάρτ. Μέσ. ἀναφαντώνομαι Μποὲμ Ντόπ. ζωγραφ. 59 ἀναφαντώνουμι Στερελλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. ἀφαντῶ.

Σημασιολογία

Μέσ. γίνομαι ἄφαντος, ἐξαφανίζομαι ἔνθ’ ἀν.: Ἀναφαντώθ’κι ἀπ᾿ τοὺν κόσμου Στερελλ. Ἀπὸ κῆπο σὲ κῆπο, ἀπὸ καλαμεˬὲς σὲ καλαμεˬὲς φεύγουν, τρυπώνουν, ἀναφαντώνονται οἱ ... λαθρέμποροι Μποὲμ ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/