ἀποτοξαρών-νω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποτοξαρών-νω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποτοξαρών-νω Κύπρ. ’ποτοξαρών-νω Κύπρ. ’ποταξαρών-νω Κύπρ. (Γερμασ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. τοξάρι.

Σημασιολογία

1)Πίπτω ἐκτάδην καὶ μένω ἀκίνητος μὲ τεταμένα μέλη ἔνθ’ ἀν.: Ἆ, ρὲ καταραμένε, ἐποταξάρωσες! 2)Γίνομαι σκληρὸς καὶ ἄκαμπτος ἐκ ψύξεως ἔνθ’ ἀν.: Ἔμεινεν ἔξω τὴν νύκταν εἰς τὸ πάος τ’ ἐποταξάρωσεν, τὰ έρgα του ταὶ τὰ πόδκιˬα του ἐμεῖναν μονόξυλα τ’ ’ὲν κλεινίσκουν. Συνών. κοκκαλιˬάζω, κοκκαλώνω, ξυλιˬάζω. 3)Ἀποθνήσκω καὶ μένω σκληρὸς καὶ μὲ τεταμένα μέλη ὡς ἐκ ψύξεως ἀποθανών, συνήθως σκωπτικῶς ἔνθ’ ἀν.: Ἔμεινεν τὴν νύκταν ἔξω μέσ’ ’ς τὰ ιˬόνιˬα τ’ ἐταξάρωσεν, ’ποὺ τὸ πουρνὸν ηὗραν τον ’ποταξαρωμένον.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/