ἀποτότε

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποτότε

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀποτότε ἐπίρρ. κοιν. ἀπουτότι βόρ. ἰδιώμ. ἀποστότε Νάξ. κ.ἀ.-Λεξ. Μπριγκ. ἀποτότες Κύπρ. κ.ἀ. ἀπότοτες Σύμ. ἀποστότες Κρήτ. Σίφν. ἀποστοτεσὰ Κρήτ. κ.ἀ. ἀποστότεσὰς Κρήτ. ἀπουστότεσὰς Κρήτ. ἀπετότες Πόντ. (Σούρμ.) ἀπεστότες Λεξ. Λεγρ. Μπριγκ. ἀπέτουτι Λέσβ. ἀπέστουτι Λέσβ. ἀποτότεσδα Πελοπν. (Μάν.) ἀποτοτεσδὰ Εὔβ. (Κονίστρ.) ἀποσταdότες Κρήτ. ἀποσταdότεσὰς Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιρρ. τότε. Ὁ τύπ. ἀποστότες καὶ παρὰ Φωσκόλ. Φορτουν. πρᾶξ. Α στ. 297 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «ἀποστότες ὣς ἐδά».

Σημασιολογία

Ἔκτοτε ἔνθ’ ἀν.: Ἀποτότε δὲν τὸν ξαναεῖδα. Ἀποτότε εἶν’ ἄρρωστος κοιν. Ἀπουστότεσὰς οἱ--ἀθρώποι ἀρχινίξανε κ’ ἐβάνανε νοῦ Κρήτ. Ἀποτότεσδα ἔχω νὰ ξανάρθω-δὲν ξαναπέρασα κττ. Μάν. Συνών. ἀποτοτεσδαεκε͜ιά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/