ἀποτουντουνίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτουντουνίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποτουντουνίζω Πόντ. (Ὄφ.) ’ποτουντουνίζω Κύπρ.-ΧΠαλαίσ. Τὰ παράπ. τοῦ τσυροῦ 5 ’πουτουντουνίζω Κύπρ. ’ποτουντουνῶ Κύπρ. (Καρπασ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. τουντουνίζω.
Σημασιολογία
1)Διασείω, δονῶ τι ἰσχυρῶς, κάμνω τι νὰ τρέμῃ Κύπρ. (Καρπασ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ὄφ.)- ΧΠαλαισ. ἔνθ’ ἀν.: Κρούω τιˬ ἀποτουντουνίζω σε! (ἀπειλὴ) Ὄφ. ᾿Εποτουντουνίστηκα ’ποὺ τὸν ἄπ-πηδον τ’ ἐσαλέψαν τὰ κόκκαλά μου. ’Ποὺ τὲς πουμπουρκὲς ’ποτουντουνίζεται τὸ σπίτιν (πουμπουρκὲς=βροντές). || Ποίημ. Ἐγιˬὼ ἀποὺ τὸ κάχριν μου πολλὲς φορὲς φουρχίζω ταὶ ’ποῦ τ’ ἀναστενάματα τὴν γῆν ’ποτουντουνίζω ΧΠαλαισ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. τραντάζω. β)Μέσ. ἀφηνιάζω Κύπρ.: Ἡ μούλα ἐποτουντουνίστηκεν. 2)Μέσ. ἀπαυδῶ, κουράζομαι τόσον πολύ, ὥστε δὲν δύναμαι νὰ κάμνω τι Πόντ. (Ὄφ.) 3)Μέσ. ἐκτείνω τὰ μέλη τοῦ σώματος ἐξ ἀδιαθεσίας Κύπρ. (Καρπασ.): ’Ποτουντουνοῦμαι πολ-λὰ τ’ ’αλῶπως ’εν-νὰ μὲ πκιˬάσῃ ἡ θέρμη (’αλῶπως=λαλῶπως=ἴσως). Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποκνεˬάζομαι, ἔτι συνών. ἀποτζιγκοῦμαι 1, ἀποταυρίζομαι (ἰδ. ἀποτραυῶ Β2).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA