ἀποτουντούνισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτουντούνισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποτουντούνισμα τό, ἀμάρτ. ’ποτουντούνισμαν Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποτουντουνίζω.
Σημασιολογία
1)Κίνησις ἰσχυρά: Ὅταν ἐτελείωσεν τὴν ὁμιλίαν της τέλεια, ’ποτουντουνίζεται τοῦτος ἕναν ’ποτουντούνισμαν μεάλον ταὶ μεμιˬᾶς ἔγινεν ἕνας τρίμματος (ἐκ παραμυθ. τρίμματος=ὁ ἔχων τρία μάτια). 2)Ἔκτασις τῶν μελῶν τοῦ σώματος ἐξ ἀδιαθεσίας. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποτζίγκωμαν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA