ἄφεγγος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄφεγγος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄφεγγος ἐπίθ. πολλαχ. ἄσφεγγος Ἤπ. (Δρόβιαν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἁρχ. ἐπιὓ. ἆ φεγγής.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ φωτιζόμενος, σκοτεινὸς πολλαχ.: ᾎσμ. ’Σ τὰ σκοτεινὰ τὴν χτένιζε, ᾿ς τ᾿ ἄφεγγα τὴνε λούζει Κέρκ.-Ποίημ. Θὰ μύριζαν τόσο γλυκὰ τ' ἄνθη τοῦ κήπου; ἣ μήπως ἄφεγγος θά ’ταν ὁ οὐρανὸς κιˬ ἀμύριστος ὀ κῆπος; ΙΠολέμ. Παλ. βιολ.4 132. β) Ὁ μὴ φωτιζόμενος ὑπὸ τῆς σελήνης Ἤπ. (Δρόβιαν.) 2) Ὁ μὴ λάμπων, ὁ ἐστερημένος λάμψεως ΓΞενοπ. Κατήφ. 417: Τὰ μάτιˬα του βαθουλλωμένα κιˬ ἄφεγγα εἶχαν ἀποκάτω κἄτι μεγάλα μαυράδιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/