ἄφεδος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄφεδος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄφεδος ἐπίθ. ἄφεdος Σῦρ. ἄφεδος Θήρ. Κρήτ. (Σφακ.) Ρόδ. κ.ἀ. ἄφεος Κάρπ. ἄφιδος Θήρ. ἄφετος Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ Ἰταλ οὐσ. fede.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἐμπιστευόμενος εἰς ἄλλον, ἄπιστος Κάρπ. 2) Ἄσπλαγχνος, ἄπονος Θήρ. Κρήτ. (Σφακ.) Ρόδ. Σῦρ. κ.ἀ.: Ἔφυγε καὶ μ᾿ ἄφησε μοναχὴ ὁ ἄφεδος Σφακ. Νὰ χαθῇς ἄφεdε! Σῦρ. Ἔ, τὸν ἄφετο! Ρόδ. 3) Πολύς, ὑπερβολικὸς Θήρ.: Ἤφαε ξύλο ἄφιδο. Συνών. ἀλύπητος 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA