ἀππαρθενεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀππαρθενεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀππαρθενεύω, ἀππαρτινεύγου Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀππαρθενεύω Ζάκ. Ἤπ. Θήρ. Θρᾴκ. Κρήτ. Κύθηρ. Μακεδ. (Καστορ.) Μεγίστ. κ.ἀ. ἀππαρθινεύου Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ἀππαρθενεύγω Θήρ. Κρήτ. Κύθν. Μεγίστ. ἀππαρθινεύγου Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀππαρθενέω Κρήτ. (Σέλιν.) ’παρτενεύγω Μεγίστ. ’παρθενεύω Ἄνδρ. Βιθυν. Ζάκ. Καππ. (Σίλ.) Κρήτ. Κωνπλ. Κῶς Νίσυρ. Πελοπν. (Δημητσάν.) Πόντ. (Ἀμισ. Οἰν.) Προπ. (Κύζ.) Χίος κ.ἀ. ’παρθινεύου Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ’παρθενεύγω Θήρ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Σύμ. Χίος
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Ἰταλ. appartenere. Ἡ λ. καὶ ἐν ἐγγράφῳ τοῦ 1616. Ἰδ. ΛΖώη Συντεχν. 67.
Σημασιολογία
1)Ἀνήκω ἔνθ’ ἀν.: Ἐπῆρ’ ἀπ’ αὐτὴ τὴ gλερονομιˬὰ ὅ,τι μ’ ἀππαρθενεύγει Κρήτ. Δῶκε μου τὶ μοῦ ’παρθενεύγει Σύμ. Πάρε τὶ σὲ ’παρθενεύει καὶ πήγαινε Κωνπλ. Δὲν τοῦ ’παρθενεύγει τίποτε Χίος. Δὲν μοῦ ’παρθενεύει ἐμένα αὐτὸ Δημητσάν. Ἀποὺ τοὺ βιˬὸ τ’ πατέρα μ’ ὅ,τ’ μ’ ἀππαρθινεύγ’ τοὺ θέλου Αἶν. Ἀτὸ ἐσέν’ ’κὶ ’παρθενεύει Οἰν. Ἐκείνονα ’παρθενεύει τὸ σπίτι (εἰς ἐκεῖνον ἀνήκει...) Ἀμισ. Ἡ σημ. καὶ ἐν ἐγγράφῳ τοῦ 1616 (ἰδ. ΛΖώην ἔνθ’ ἀν.) «νὰ δουλέψουν εἰς τὸ αὐτὸ σπίτι σὲ ὅ,τι ἀππαρθενεύει τῆς τέχνης τους χάρισμα». 2)Προσήκω, ἁρμόζω Ἤπ. Καππ. (Σίλ.): Ἐμένα δὲ μ’ ἀππαρθενεύει νὰ κατηγοράω τὸ παιδί μου Ἤπ. 3)᾿Ενδιαφέρω Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τί σὶ ’παρθινεύ’ ν’ ἀνακατιφτῇς ’ς τὴν κ’βέντα μ’; Ἤπ. Τί σὶ ’παρθινεύουν αὐτὰ τὰ πράματα νὰ τὰ μάθ’ς;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA