ἀπράγεμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπράγεμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπράγεμα τό, ἀμάρτ. ἀπράεμαν Πόντ. (Κερασ. Σάντ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀπραγεύω.
Σημασιολογία
Ἀδράνεια, νωθρότης, ὀκνηρία. Συνών. ἀπράγιˬωμαν 1, ἀπραξία 1β.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA