ἀφεντάκις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφεντάκις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀφεντάκις ὁ, Ἤπ. Θρᾴκ. (Κεσάν. Κασταν.) Πελοπν. (Κορινθ) κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ. ἀφεdάκις Ζάκ. Κεφαλλ. Κρήτ. (Κίσαμ. Μεραμβ. Μεσαρ. κ.ἀ.) Κύθν. Προπ. (Κύζ.) κ.ἀ. ἀφεdά’ς Θρᾴκ. (Τσακίλ.) ἀφιντά’ς Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Δαδ. Διδυμότ. Μάδυτ. Σουφλ.) Μακεδ. (Γέρμ. Μελέν. κ.ἀ.) ἀφιdά’ς Θρᾴκ. (Μαδυτ.) κ.ἀ. ᾿φεντάκις Κῶς.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀφέντης διὰ τῆς καταλ. -άκις. Ἡ λ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α 724 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.)

Σημασιολογία

Διὰ τῆς λέξεως ἐκφραζούσης σεβασμὸν καὶ στοργὴν ἰδίᾳ πρὸς πρεσβυτέρους δηλοῦται 1) Ὁ γέρων ἢ σεβασμιος ἀνὴρ Κεφαλλ. Κύθν. Μακεδ. 2) Ὁ πατὴρ Ζάκ. Κρήτ. (Κίσαμ. Μεραμβ. Μεσαρ. κ.ἀ.) Κῶς Μακεδ. (Μελέν.) Προπ. (Κύζ.)-Λεξ. Δημητρ. κ.ἀ.: Ποῦ δὰ πάμε, ἀφεdάκι, σήμερο; Μεραμβ. Τί θὰ φάμι, ἀφιντά’ ἀπόψι; Μελέν. || ᾌσμ. Πάω ᾿ς τ᾿ ἀφεdάκι μου. | -Καλῶς το τὸ παιδάκι μου Κρήτ. Ἄσε νὰ ᾿ρθ᾽ ὁ ἀφεdάκις μου κιˬ ἃ δὲ σὲ μαρτυρήσω!... - Πές μου, μωρέ, καὶ τί θὰ πῇς καὶ τί θὰ μαρτυρήσῃς; Ζάκ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. ἔνθ’ ἀν. «έπὰ ὅσοι κατοικούσινε εἰς τὰ περίγυρ’ οὕλοι | σκλάβοι ᾽ναι τ᾿ ἀφεντάκι σου κ’ ἐσέ, κερά μου, δοῦλοι». 3) Ὁ πενθερὸς Θρᾴκ. (Διδυμότ. Κεσάν. Μάδυτ. Σουφλ. Τσακίλ.) Πελοπν. (Κορινθ.) κ.ἀ.: ᾎσμ. Τοῦ πεθεροῦ της ἔλεγε, τοῦ πεθεροῦ της λέγει, γιὰ πᾶρε με, ἀφεντάκι μου, ’ς τὴ μάννα μου νὰ πᾶμε Κορινθ. 4) Ὁ σύζυγος Προπ. (Κύζ) 5) Ὁ πρεσβύτερος ἀνδράδελφος Ἤπ. Θρᾴκ. (Δαδ. Κασταν.) Μακεδ. (Γέρμ.): ᾎσμ. Σῶπα, σῶπ’, ἀφεντάκι, δὲν ἀποτολμῶ, γιˬατ᾿ εἶμ᾽ ἀντρὸς γυναῖκα καὶ χωρίζουμαι Ἤπ. 6) Ὁ ἱερεύς, ἰδίᾳ ὁ νεωστὶ χειροτονηθεὶς Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. κ.ἀ.)- Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀφεντέλλης, ἀφεντέλλι. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ἐνιαχ. Πβ. ἀφεντάκι, ἀφεντάκος, ἀφέντης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/