ἀποτραγανίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτραγανίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποτραγανίζω, ἀποδρακανίζω Κρήτ. Μέσ. ἀποδρακανει͜οῦμαι Κρήτ. ἀποδρακανοῦμαι Κρήτ. ἀποδακανοῦμαι Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. τραγανίζω. Τὸ ἀποδρακανίζω ἐκ τοῦ ἀποτραγανίζω κατ’ ἀμοιβαίαν μεταβολὴν ψιλῶν καὶ μέσων (τ-δ καὶ γ-κ). Εἰς τὸ ἀποδακανοῦμαι ἔγινε ἔκπτωσις τοῦ ρ πιθανῶς κατὰ τὸ ἀποδακάνω.
Σημασιολογία
Ἀπειλῶ διὰ τριγμοῦ τῶν ὀδόντων καὶ μορφασμῶν, ἐπισείω ἐκδίκησιν: ᾎσμ. Ἀξέγνο͜ιαστος ἐκάθετο κ’ ἐδιˬάβαζε ’ς τὸ στρῶμα, μὰ οἱ Τοῦρκοι τοῦ ὠχθρεύουdο gαὶ τ’ ἀποδρακανίζα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA