ἀφέντης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφέντης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀφέντης ὁ, αὐτέντη Ἀπουλ. (Σολέτ.) ἀντεύτη Ἀπουλ. (Μαρτιν.) αὐτέν’ Καππ. (Ἀφσάρ. Τσουκούρ. Φάρασ.) ἀφέντης κοιν. καὶ Καππ. (Τελμ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σινώπ. Τραπ. κ.ἀ.) ἀφέντ’ς βόρ. ἰδιώμ. ἀφ-φέντης Μεγίστ. ἀφέντης Καππ. (Ἀραβάν.) ἀφέντης Πελοπν. (Μεσσ. Παππούλ. Πυλ. Χατζ.) ἀφέντη Ἀπουλ. (Μελπιν.) Καππ. (Οὐλαγ.) ἀφέτ-της Κάρπ. ἀφέdης πολλαχ. ἀφέd’ς πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γιαφέdης Σύμ. (καὶ ἀφέdης) ἀφιdὴς Λέσβ. (Πλομάρ.) ἀφέτ’ς Θρᾴκ. (Αἶν. Σαρεκκλ.) ἀφέδης Κρήτ. φέης Θήρ. Κρήτ. ἀφέγκη Τσακων ἀφέντας Πόντ. (Ἁργυρόπ. Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀφέντος Καππ. (Ἀξ.) ’φέντης Ἰκαρ. Κῶς Λέρ. Ρόδ. Χίος ’φ-φέντης Ρόδ. Τῆλ. κ.ἀ. ’φεντὴς Κύπρ. ’χέντης Ρόδ. ’φέγκη Τσακων. ’φέdης Κάλυμν. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) (καὶ ἀφέdης) ’φέ’ς Λέσβ. (Τελών.) ἀφὲς Κίμωλ. Κύθηρ. Πόντ. (Σάντ.) Σίφν. Χίος (Πυργ.) κ.ἀ. γαφὲς Χίος (Μεστ.) Θηλ. ἀφέντα Πόντ. (Ὄφ.) ἀφέντρα κοιν. ἀφέντρ Πόντ. (Ἀργυρόπ. Κοτύωρ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀφέdρα πολλαχ. ἀφέδρα Κρήτ. ἀφέντραινα Κύπρ. ἀφέντισσα πολλαχ. ἀφεdῖνα Κάλυμν. Γενικ. ἀφεντὸς Ἤπ. Κέρκ. Κύπρ. Μεγίστ. Μύκ. Παξ. Πελοπν. (Λιβάρτζ. Μάν.) Πόντ. (Κερασ.) - Λεξ. Πρω Δημητρ. ἀφεdὸς Ζάκ. Κεφαλλ. Κύθηρ. κ.ἀ. ἀφεντοῦ Πελοπν. (Λάστ. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) ἀφιντοῦ Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀφεdοῦ Κύθηρ. ἀφεντίου Πόντ. (Οἰν.) ἀφεντιοῦ Α.Ρουμελ. (Καρ.) Καππ. (Ἀραβάν.) Κλητ. ἀφέντα Καππ. (Ἀνακ.) Πόντ. (Κερασ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀφέγκα Τσακων. ἀφέντη Πελοπν. (κόκκιν.) ’φεντὴ Κύπρ. ἀφὲ Κύθηρ. Μύκ. Σίφν. Πόντ. (Ἁργυρόπ.) ἄφε Χίος.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀφέντης, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. αὐθέντης. Διὰ τὴν κατ’ ἀνομοίωσιν ἀποβολὴν τοῦ τ τοῦ τύπου αὐτέντη(ς) πβ. πεντήντα-πενήντα, τεῖντα-εἶντα. Μεσν. εἶναι καὶ οἱ τύπ. θηλ. ἀφέντρα, ὃς ἐν Ριμάδᾳ κόρης καὶ νέου (ἔκδ. ÉLegrand Biblioth. 2, 53), γενικ. ἀφεντός, ὃς ἐν Χρον. Μορ. Ρ8698 (ἔκδ. JSchmitt). Ὁ τύπ. ἀφέντρ ἐκ τοῦ μεσν. ἀφέντρια, ὃς ἐν Χρον. Μορ. Ρ 8479. Ὁ τύπ. Κρήτ. ἀφέδρα, ὃς καὶ ἐν Στάθῃ πρᾶξ. Α στ. 34 (ἔκδ. ΚΣάθα σ. 108 ), ὡς καὶ ὁ τύπ. ἀφέδης πιθανῶς κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ ἀφεδιὰ<ἀφεντιά. Οἱ τύπ. ἀφ-φέντης καὶ ’φ-φέντης κατ᾿ ἀφομοίωσιν, διὰ δὲ τὸν τύπ. ᾿χέντης πβ. φθινόπωρο<χινόπωρο. Ὁ τύπ. ἀφές, ὃς καὶ ἐν Στάθῃ πρᾶξ. Α στ. 226 (ἔκδ. ΚΣάθα σ. 118), ἐκ τῆς κλητ. ἀφὲ κατὰ βιαιοτέραν ἀποκοπὴν ὀφειλομένην εἰς τὴν μετ’ ὀνομάτων συνεκφοράν, καθ’ἃ καὶ ὀνομαστ. κὺρ. ἐκ τῆς κλητ. κύρ. Πβ. καὶ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 198 κἑξ. καὶ 242. Διὰ τὸν τύπ. γενικ. ἀφεντοῦ πβ. τὴν γενικ. αὐθεντοῦ παρὰ Σπαν. στ. 640 (ἔκδ. GWagner σ. 25) «μὴ δώσῃς δῶρον αὐθεντοῦ, κριτὴν μὴ ποίσῃς φίλον». Ἡ γεν. ἀφεντίου καὶ ἀφεντιοῦ κατὰ τὸ κύρις-κυρίου, Σετέbρις-Σετεbριοῦ Περὶ τῆς λ. ἰδ. Κορ. Ἰσοκρ. 2, 330, ΓΧατζιδ. Einleit. 287, ΓΨυχάρ. ἐν Mélanges philol. linguist. à. L. Havet 387 κἑξ. καὶ Revue des études grecques 1909, 13 καὶ AHeisenberg ἐν Byzant. Zeitschr. 18 (1909) 632.
Σημασιολογία
1) Εἶμαι ἀφέντης, ἐξουσιάζω, ὁρίζω, κυβερνῶ Ἤπ. Κάσ. Κορσ. Κρήτ. Κύπρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ. -Λεξ. Δημητρ.: Ὁπού ’χει χρήματα σήμερα ἀφεντεύει Λεξ. Δημητρ. Οἱ διˬάολοι νὰ πάρου bοῦ σ᾿ ἔχει καὶ σ’ ἀφεdεύγει! (ἐνν. τὸν πατέρα σου. Ἀρὰ) Ἀπύρανθ. Ὁ ἄνθρωπος ἀληθινὰ γιˬὰ ν' ἀφεντέψῃ πρέπει νὰ ὑποταχτῇ ᾿ς τὸ νόμο ποῦ μᾶς κυβερνᾷ ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. || Παροιμ. Βρομεῖ ὁ Ὁβρα͜ιὸς τσαὶ το’ ᾿χειν του τσ᾿ ὅ,τι τσ᾿ ἂν ἀφεντεύγῃ (ἐπὶ ἀνθρώπων ρυπαρῶν) Κάσ. || ᾌσμ. Ἀφέντη, ἀφεντούλλη μου, πέντε βολὲς ἀφέντη, πέντε βολὲς ἀφέντεψες καὶ πάλ’ ἀφέντης εἶσαι Ἤπ. Νὰ τὁνε bέψῃ ’ς τὰ Σφακιά, στη Gρήτη ν᾿ ἀφεdέψῃ Κρήτ. Διὰ τὴν σημ. πβ. Ἡσύχ. «αὐθεντεῖν. ἐξουσιάζειν». Συνών. ἀφεντιˬάζω. β ) Μέσ. ἐμφανίζω ἐμαυτὸν ἀφέντην, φέρομαι ὡς ἄρχων Κύπρ.: Ἀφεντεύκεται ὁ δεῖνα. 2) Προστατεύω, ἀσφαλίζω Πελοπν. (Λακων.) Τσακων.: Ἀφέντεψό το νὰ μὴ τὸ φάσι τὰ ζὰ Λακων. 3) Καταβάλλω, συντρίβω Κρήτ. Πελοπν. (Λακων.): Τὸν ἀφέdεψα ᾿ς τὸ ξύλο (τὸν ἐμαστίγωσα ἀνηλεῶς) Λακων. Μ’ ἀφέdεψε ᾽ς τσοὶ πετρεὲς Κρήτ. Συνών. ἀφανίζω 2. 4) Ἀμετβ. γίνομαι πλούσιος Στερελλ. (Δωρ.)-Λεξ. Δημητρ.: Γνωμ. Μάθι τέχνη γιˬὰ νὰ ζήσῃς | κὶ πραμάτε͜ια ν᾿ ἀφιντέψῃς Δωρ. Συνών. ἀρχοντένω, ἀρχοντεύω, *ἀρχοντικιῶ, ἀρχοντυνέσκω, ἀρχοντυνίσκω, πλουτίζω. Πβ. διˬαφεντεύω. ἀφέντης ὁ, αὐτέντη Ἀπουλ. (Σολέτ.) ἀντεύτη Ἀπουλ. (Μαρτιν.) αὐτέν’ Καππ. (Ἀφσάρ. Τσουκούρ. Φάρασ.) ἀφέντης κοιν. καὶ Καππ. (Τελμ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σινώπ. Τραπ. κ.ἀ.) ἀφέντ’ς βόρ. ἰδιώμ. ἀφ-φέντης Μεγίστ. ἀφέντης Καππ. (Ἀραβάν.) ἀφέντης Πελοπν. (Μεσσ. Παππούλ. Πυλ. Χατζ.) ἀφέντη Ἀπουλ. (Μελπιν.) Καππ. (Οὐλαγ.) ἀφέτ-της Κάρπ. ἀφέdης πολλαχ. ἀφέd’ς πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γιαφέdης Σύμ. (καὶ ἀφέdης) ἀφιdὴς Λέσβ. (Πλομάρ.) ἀφέτ’ς Θρᾴκ. (Αἶν. Σαρεκκλ.) ἀφέδης Κρήτ. φέης Θήρ. Κρήτ. ἀφέγκη Τσακων ἀφέντας Πόντ. (Ἁργυρόπ. Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀφέντος Καππ. (Ἀξ.) ’φέντης Ἰκαρ. Κῶς Λέρ. Ρόδ. Χίος ’φ-φέντης Ρόδ. Τῆλ. κ.ἀ. ’φεντὴς Κύπρ. ’χέντης Ρόδ. ’φέγκη Τσακων. ’φέdης Κάλυμν. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) (καὶ ἀφέdης) ’φέ’ς Λέσβ. (Τελών.) ἀφὲς Κίμωλ. Κύθηρ. Πόντ. (Σάντ.) Σίφν. Χίος (Πυργ.) κ.ἀ. γαφὲς Χίος (Μεστ.) Θηλ. ἀφέντα Πόντ. (Ὄφ.) ἀφέντρα κοιν. ἀφέντρ Πόντ. (Ἀργυρόπ. Κοτύωρ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀφέdρα πολλαχ. ἀφέδρα Κρήτ. ἀφέντραινα Κύπρ. ἀφέντισσα πολλαχ. ἀφεdῖνα Κάλυμν. Γενικ. ἀφεντὸς Ἤπ. Κέρκ. Κύπρ. Μεγίστ. Μύκ. Παξ. Πελοπν. (Λιβάρτζ. Μάν.) Πόντ. (Κερασ.) - Λεξ. Πρω Δημητρ. ἀφεdὸς Ζάκ. Κεφαλλ. Κύθηρ. κ.ἀ. ἀφεντοῦ Πελοπν. (Λάστ. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) ἀφιντοῦ Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀφεdοῦ Κύθηρ. ἀφεντίου Πόντ. (Οἰν.) ἀφεντιοῦ Α.Ρουμελ. (Καρ.) Καππ. (Ἀραβάν.) Κλητ. ἀφέντα Καππ. (Ἀνακ.) Πόντ. (Κερασ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀφέγκα Τσακων. ἀφέντη Πελοπν. (κόκκιν.) ’φεντὴ Κύπρ. ἀφὲ Κύθηρ. Μύκ. Σίφν. Πόντ. (Ἁργυρόπ.) ἄφε Χίος. Τὸ μεσν. οὐσ. ἀφέντης, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. αὐθέντης. Διὰ τὴν κατ’ ἀνομοίωσιν ἀποβολὴν τοῦ τ τοῦ τύπου αὐτέντη(ς) πβ. πεντήντα-πενήντα, τεῖντα-εἶντα. Μεσν. εἶναι καὶ οἱ τύπ. θηλ. ἀφέντρα, ὃς ἐν Ριμάδᾳ κόρης καὶ νέου (ἔκδ. ÉLegrand Biblioth. 2, 53), γενικ. ἀφεντός, ὃς ἐν Χρον. Μορ. Ρ8698 (ἔκδ. JSchmitt). Ὁ τύπ. ἀφέντρ ἐκ τοῦ μεσν. ἀφέντρια, ὃς ἐν Χρον. Μορ. Ρ 8479. Ὁ τύπ. Κρήτ. ἀφέδρα, ὃς καὶ ἐν Στάθῃ πρᾶξ. Α στ. 34 (ἔκδ. ΚΣάθα σ. 108 ), ὡς καὶ ὁ τύπ. ἀφέδης πιθανῶς κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ ἀφεδιὰ<ἀφεντιά. Οἱ τύπ. ἀφ-φέντης καὶ ’φ-φέντης κατ᾿ ἀφομοίωσιν, διὰ δὲ τὸν τύπ. ᾿χέντης πβ. φθινόπωρο<χινόπωρο. Ὁ τύπ. ἀφές, ὃς καὶ ἐν Στάθῃ πρᾶξ. Α στ. 226 (ἔκδ. ΚΣάθα σ. 118), ἐκ τῆς κλητ. ἀφὲ κατὰ βιαιοτέραν ἀποκοπὴν ὀφειλομένην εἰς τὴν μετ’ ὀνομάτων συνεκφοράν, καθ’ἃ καὶ ὀνομαστ. κὺρ. ἐκ τῆς κλητ. κύρ. Πβ. καὶ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 198 κἑξ. καὶ 242. Διὰ τὸν τύπ. γενικ. ἀφεντοῦ πβ. τὴν γενικ. αὐθεντοῦ παρὰ Σπαν. στ. 640 (ἔκδ. GWagner σ. 25) «μὴ δώσῃς δῶρον αὐθεντοῦ, κριτὴν μὴ ποίσῃς φίλον». Ἡ γεν. ἀφεντίου καὶ ἀφεντιοῦ κατὰ τὸ κύρις-κυρίου, Σετέbρις-Σετεbριοῦ Περὶ τῆς λ. ἰδ. Κορ. Ἰσοκρ. 2, 330, ΓΧατζιδ. Einleit. 287, ΓΨυχάρ. ἐν Mélanges philol. linguist. à. L. Havet 387 κἑξ. καὶ Revue des études grecques 1909, 13 καὶ AHeisenberg ἐν Byzant. Zeitschr. 18 (1909) 632. 1) Αὐθέντης, ἐξουσιαστής, ἄρχων, δεσπότης κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Μαρτιν.) Καππ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. κ.ἀ.): Ζῇ σὰν ἀφέντης. Ἀφέντης ἀκατάδεχτος. Ἔγινε ἀπὸ δοῦλος ἀφέντης. Κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἀφέντης ’ς τὸ σπίτι του κοιν. Ἀφέντη τοῦ κεφαλιοῦ μας φέραμαν σπίτι μας; Ἤπ. Εἶdα χρε͜ιὰ dό ’χει ποῦ κάθεται ἀφέdρα καὶ κερά; Κρήτ. (Ἔμπαρ.) || Φρ. Ὁ ἀφέdης τοῦ κόσμου (ὁ Χριστὸς) Νάξ. Ὁ ἀφέdης τοῦ κόσμου (ἡ ἁγία μετάληψις) Κεφαλλ. Ἔχει τὸν ἀφέdη τοῦ κόσμου μέσα του (εἶναι μεθυσμένος) αὐτόθ. Ἀφέdη νὰ σὲ δῶ! (εὐχὴ) Πελοπν. (Οἰν.) Μιˬὰν ἀφέdρα ’ναι, μάτι μὴ dὴ bιˬάσῃ! (πολὺ ὡραία) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || Γνωμ. Ὁ ἀφέdης εἶναι κάρβουνο, ἃ δὲ gάψῃ, θὰ μουτζουρώσῃ Ζάκ. Κατὰ τοὺν ἀφέd’ κὶ τοῦ δῶρου Θρᾴκ. (Αἶν.) || ᾌσμ. Ἀφέdης ἂ δὲ γένωμαι, μὰ δοῦλος ὅdες θέλω Κεφαλλ. Τὸ μέλι τρών οἱ ἄρχοντες, τὸ γάλα οἱ ἀφεντᾶδες Πελοπν. 'Σ τὸν Ἰορδάνη bοταμὸ κάτω ᾽ς τσοὶ πρασινάδες ἐκάθουdα κ᾽ ἐεύουdα ὅλοι οἱ ἀφεdᾶδες Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἡ σημ. καὶ ἀρχ Ἰδ Εὐριπ. Ἱκέτ. 442 «καὶ μὴν ὅπου γε δῆμος αὐθέντης χθονός». Πβ. Φρύνιχ. 120 (ἔκδ. Lobeck) «αὐθέντης μηδέποτε χρήσῃ ἐπὶ τοῦ δεσπότου». Τὸ θηλ. εὔχρηστον εἰς τὴν δημοτικὴν συνήθως ποίησιν ἐπὶ προσώπου ἀγαπωμένου: ᾌσμ. Πᾶρε μαχαίρι, βάρει μου, πρόσεχε τὴ gαρδιˬά μου, γιˬατ’ εἶσαι μέσα ζωdανή, ἀφέdρα καὶ κυρά μου Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Λυπήσου με, σπλαχνίσου με, γιˬὰ ἰδὲς τὰ βάσανά μου καὶ κάνε ἔλεος γιˬὰ μέ, ἀφέdρα καὶ κυρά μου Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Σημάδι καὶ θυμητικὸ σ᾿ ἀφίνω τὴ gαρδιˬά μου, νὰ μὲ θυμᾶσαι, ἀγάπη μου, ἀφέdρα καὶ κυρά μου Κέρκ. Ἡ χρῆσις καὶ μεσν. Ἰδ. Διγεν. Ἀκριτ. στ. 1172 (ἔκδ. Hesseling) ἐν Λαογρ. 3 (1911) 586 «καὶ τότε, αὐθέτρια καὶ κυρά, βλέπε τὸ τί τοὺς θέλω ποίσει». 2) Ὁ Θεὸς Κρήτ.: ᾎσμ. ’Σ τσοὶ δεκαφτὰ τοῦ Σεπτεbριοῦ, ἕνα Σαββάτο βράδυ ἔκαμ’ ἀφέdης τὸ σεισμὸ κ᾿ ἡ γῆς κιˬ ὁ κόσμος βράζει. 3) Ἡ ἁγία μετάληψις Κύπρ. 4) Προϊστάμενος ἀτόμων ἢ ὁμάδων, κύριος κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. κ.ἀ.): Σοῦ μιλεῖ ὁ ἀφέντης σου - ἡ ἀφέντρα σου. Ν’ ἀκούς τὸν ἀφέντη σου γιˬὰ νὰ σ’ ἀγαπάῃ κοιν. || Παροιμ. Ἔχει ὁ ἀφέντης μας ἀφέντη κ᾽ ἡ κυρά μας ἄλλον ἄντρα (ὅτι αἱ ἐξουσίαι ἐξαρτῶνται ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλην) πολλαχ. Ἂς τρώῃ κιˬ ἂς πίνῃ ὁ ἀφέντης μου κι ἂς κεῖται καὶ κοιμᾶται (ἐπὶ φυγοπόνου) Κερασ. || Γνωμ. Κατὰ τὸν ἀφέντη καὶ τὰ κωπέλλιˬα του (οἷος ὁ προϊστάμενος τοιοῦτοι καὶ οἱ ὑφιστάμενοι) σύνηθ. Ὁ καλὸς δοῦλος κάνει τὸν ἀφέντη του (ἀναδεικνύει αὐτὸν) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 188, 165 || Ἄσμ. Λάμνετε, βάγιˬες, στρώσετε, κλινάρι τ᾽ ἀφεντός σας Κύπρ. Ἀφέντη, ἀφέντη, ὁλάφεντε, πέντε βολὲς ἀφέντη Πελοπν. (Λάστ.) Τὸ εἴπαμε καὶ τ᾿ ἀφεdός, ἂς ποῦμε καὶ τοῦ γιοῦ του Ζάκ. Ἀφέντης μ᾽ κάνει κάλεσμα, κάνει χαρὰν μεγάλην Κερασ Συνών. ἀφεντικὸς Β2. β) Ἰδιοκτήτης, κύριος κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ κ.ἀ.): Ὁ ἀφέντης τοῦ σκύλλου-τοῦ σπιτιˬοῦ κττ. κοιν. || Φρ. Δὲ γνωρίζει ὁ σκύλλος τὸν ἀφέντη του (ἐπὶ οἴκου ἀναρχουμένου) σύνηθ. Πο͜ιός ἀφέντης, πο͜ιά κυρά; (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. Ἡ πολλὴ δοῦλε͜ιὰ τρώει τὸν ἀφέντη (ὅτι ἀπαραίτητος ἡ ἀνάπαυσις) σύνηθ. || Παροιμ. Ἡ κοιλιά του ἔχει κακὸν ἀφέντη (ἐπὶ τοῦ δουλεύοντος εἰς κακὰς ἕξεις) ΙΒενιζελ Παροιμ.2 99, 107. Ὅλες νὰ μοῦ μο͜ιάζουνε κ᾿ ἕνα ᾿ς τὸν ἀφέdη! (ὅλα τ’ ἀβγὰ νὰ γίνουν ὄρνιθες κ᾿ ἕνα πετεινὸς Εὐχὴ) Ζάκ. || Γνωμ. Κάλλιˬα ἀφέντης ἑνὸς ἀσπρου, παρὰ χίλιˬων ἄσπρων δοῦλος Ἤπ. Τὸ μάτι τ᾽ ἀφεdὸς παχένει τ' ἄλογό του (ὅτι ἡ ἐπίβλεψις τοῦ κτήτορος εἶναι ἀναγκαία διὰ τὴν εὐδοκίμησιν τῶν ἐργασιῶν του) Ζάκ. Τ’ ἀφέντη τὸ μάτι παχένει τὸ χωράφι (συνών. τῷ προηγουμένῳ) ἀγν. τόπ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Γαδάρ. διήγ. στ. 7 (ἔκδ. GWagner σ. 124) «᾿ς ἀφέντην ἔλαχε κακόν, λωβὸν καὶ ψωριασμένον (ἐνν. ὁ γάιδαρος)» Συνών. ἀφεντικὸς Β2β. 5) Ὁ μεγαλοκτηματίας καὶ γενικώτερον πλούσιος, εὔπορος σύνηθ.: Ἔφυγε φτωχὸς ᾿ς τὰ ξένα καὶ γύρισε ἀφέντης. Ἀπόχτησε χρήματα καὶ ἔγινε ἀφέντης σύνηθ. || Παροιμ. Νοικοκερὰ 'ς τὰ πίτερα κιˬ ἀφέdρα ᾿ς τ᾿ ἀποχόdριˬα (ἐπὶ τοῦ φειδωλοῦ μὲν εἰς τὰ εὐτελῆ, σπατάλου δὲ εἰς τὰ πολύτιμα) Κρήτ. 6) Ὁ ἀνώτερος, ὁ ὑπερέχων κατὰ τὴν ἱκανότητα Κεφαλλ.: Ὁ δεῖνα εἶναι ἀφέdης τοῦ δεῖνα ’ς τὰ γράμματα. 7) Προσηγορία καὶ προσφώνησις πρὸς ἔκφρασιν τιμῆς καὶ σεβασμοῦ ἢ ἀγάπης καὶ ἀφοσιώσεως πολλαχ. καὶ Πόντ. (Οἰν. Χαλδ.): Μάρτυς μου ὁ ἀφέντης ὁ Χριστός. Ὁ Θεὸς ὁ ἀφέντης νὰ βάλῃ τὸ χέρι του! πολλαχ. Μὰ τὴν ψυχὴ πὄχω νὰ δώσω τ᾿ ἀφεdὸς τοῦ Θεοῦ! Κεφαλλ. Καλὸν ξημέρωμαν, ἀφέντη μου Θεέ μου! Κύπρ. Ἀφέτ᾽ βασιλέ, τοῦτου τοὺ πα’κάρ’ ἦρτι ψὲς ᾿ξώρας (ἐκ παραμυθ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἄμε ’ς τὸν ἀφέη dὸ διˬάολο ! (ἀρὰ) Κρήτ. Ἀφέη μου δήμαρχε Θήρ. Εἶdά ᾿χεις, ἀφέdρα μου, καὶ κλαίς; Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πῶς τὰ περνᾷς, ἀφὲ κουbάρε μου; Κύθηρ. Καλημέρα τὸν ἀφέντη (πρὸς τὸν ἱερέα) Σίφν. Πολλὰ τ᾽ ἔτη, ἀφέντη Ἤπ. (Σχωρ.) || Φρ. Τοῦ ἀφέdη ἢ τοῦ ἀφεdὸς (χαιρετισμὸς κατὰ παράλειψιν τοῦ καλημέρα κττ.) Κεφαλλ. || Παροιμ. φρ. Καλὸ gακό, ἔbα, ἀφέη παππᾶ, ᾿ς τὸ δάσος Κρήτ. || ᾌσμ. Γιˬὰ πέ μ’, ἀφέdη ἄρχοdα, πῶς λέσι τ’ ὄνομά σου; Θήρ. Παρακαλῶ σε, βλέπε μας, ἀφέdη μου στρατιˬώτῃ (πρὸς τὸν ἅγιον Γεώργιον) αὐτόθ. Ἅγιˬε μου Γεˬώργι ἀφέντη μου τσαὶ χρουσοκαβαλλάρι Μεγίστ. Ἀφέντη μου, τὸν ἥσκιˬο σου κλαρὶ δὲ dὸνε κάνει Πελοπν. (Μάν.) Ἡ χρῆσις καὶ μεσν. Ἰδ. Συναξάρ. γαδάρ. στ. 360 (ἔκδ. GWagner σ. 122) «ἀφέντη μου κὺρ σύντεκνε». Πβ. καὶ Δουκ. ἐν λ. αὐθέντης. 8) Πατὴρ πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σινώπ. Τραπ. κ.ἀ.) Τσακων.: Ὁ μακαρίτης ὁ ἀφέντης μου πολλαχ. Αὐτὰ μοῦ ’μαθεν ἀφέdης μου Κρήτ. Εἴμαστενε ἀπό ᾽ναν ἀφέdη Νάξ. (Κινίδ.) Νὰ χαρῶ τὸν ἀφέdη μου αὐτοῦ Ἔχει τὴ gατεβασία τοῦ ἀφεdοῦ του (κατεβασία=φυσιογνωμία) Κύθηρ. Κὰ ἀφέ! (καλὲ πατέρα) Σίφν. || Φρ. Δὲν ἔει ὁ Θεὸς ἀφέdη (δὲν γίνεται ἄλλως) Κρήτ. Γυρεύγει τὴ μάννα dου καὶ τὸν ἀφέdη dου (ζητεῖ τιμὴν ὑπέρογκον) αὐτοθ. ὰ φούχα τ᾿ ἀφέγκη μι! (εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ πατρός μου! Ὅρκος) Τσακων. || Παροιμ. Θέλει ἀφέντης μου τσαὶ κλάνει ἡ μάννα μου (ἐπὶ τοῦ ἀνεχομένου παρεκτροπὰς τῆς συζύγου του) Σκῦρ. || ᾌσμ. Γιˬ᾿ ἄφησ’ με, Χάρω, ν᾿ ἀνεβῶ καὶ πάλε θὰ γυρίσω, τὴ μάννα, τὸν ἀφέντη μου γιˬὰ νὰ παρηορήσω Νίσυρ. Δὲν ἔχει μάννα νὰ τὸ gλαί’, ’φέdη νὰ τὸν λογιˬάζῃ Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Ἡ σημ. καὶ μεσν. Ἰδ. Διήγ. Ἀπολλ. Τυρ. στ. 239 (ἔκδ. GWagner σ. 256) «παρακαλῶ σ᾽, ἀφέντη μου, θέλω νὰ μὲ 'γροικήσῃς» καὶ Χρον. Μορ. Η 2737 «τοῦ ἀφέντου τοῦ πατρός μας». Συνών. κῦρις (ἰδ. κύριος). 9) Πάππος Εὔβ. (Πλατανιστ.) κ.ἀ. 10) Σύζυγος Ἀπουλ. (Σολέτ.) Ἤπ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Πελοπν. (Αἰγιάλ. Καλάβρυτ. Τρίπ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) 11) Πενθερὸς προσαγορευόμενος συνήθως ὑπὸ τῆς νύμφης Ἤπ. (Ζαγόρ. Τσαμαντ. κ.ἀ.) Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Οἰν.) Πόντ. (Ἀργυρόπ. Κοτύωρ. Κερασ. Χαλδ.) - Λεξ. Δημητρ. β) Θηλ. ἀφέντρ, πενθερὰ σχετικῶς πρὸς τὴν νύμφην Πόντ. (Ἀργινρόπ. Χαλδ. κ.ἀ.) 12) Ἀνδράδελφος ἢ καὶ ἄλλος στενὸς συγγενὴς τοῦ συζύγου Εὔβ. (Αἰδηψ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Τσαμαντ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Aἶν.) Πελοπν. (Αἰγιάλ. Ἀχαΐα Καλάβρυτ. Κόκκιν. Κορινθ. Μεσσ. Παππούλ. Πυλ. Τρίπ. Χατζ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀργυρόπ. Κερασ. Χαλδ.) Στερελλ. (Ναύπακτ.) β) Θηλ. ἀφέντρ, ἀνδραδέλφη Πόντ. (Χαλδ.) γ) Εἰδικώτερον ὁ μεγαλύτερος τῶν ἀνδραδέλφων Θρᾴκ. (Κασταν.) Πόντ. (Κοτύωρ.) 13) Γυναικάδελφος Θρᾴκ. Πελοπν. (Μάν. Οἰν.) 14) Ὁ ἀδελφὸς τοῦ γαμβροῦ ἢ τῆς νύμφης Θρᾴκ. (Σάκκ.) 15) Ἱερεύς εἴτε ὑπὸ τῶν ἰδίων τέκνων εἴτε καὶ ὑπὸ ξένων προσαγορευόμενος Βιθυν. Ζάκ. Θεσσ. (Ἀιβάν. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Δαδ. Σαρεκκλ. Σηλυβρ. Ραιδεστ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. (Ληξούρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βλάστ. Κοζ.) Πάρ. Σίφν.-ΔΓουζέλ. Χάσ. 12: Εἶνι προυτουμ’νιὰ κὶ θὰ πιρά’ οὑ ἀφέντ’ς Κοζ. || Ποίημ. Καλαναρχάω τ᾿ ἀφεντὸς φτωήχι καὶ μηναῖο ΔΓουζέλ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Εὐσταθ. Opusc. 30,35 «εἰ δὲ καὶ αὐθέντης βούλει σεμνύνεσθαι» (πρὸς ἱερωμένον). 16) Διδάσκαλος Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Διὰ τὴν σημ. πβ. Μεθόδ. ἐν P.G. 18, 360c «τὸν αὐθέντην διδάσκαλον». Ἡ λέξ. καὶ ὡς κύριον ὄν. ὑπὸ τοὺς τύπ Ἀφέdρα Θρᾴκ. (Τσακίλ.) Ἀφέντρ Πόντ. (Ἀργυρόπ. Κοτύωρ.) Ἀφέντω καὶ Ἀφέντρω ΜΦιλήντ. Γλωσσογν. 3,33. Καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Ἀφέντρα Ρόδ. Πβ. ἀφεντάκι, ἀφεντάκις, ἀφεντάκος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA