ἀποτραυιχτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτραυιχτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀποτραυιχτὸς ἐπίθ. ΚΠαλαμ. Κύκλ. τετραστ. 81 ’ποταυριστὸς Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀποτραυῶ.
Σημασιολογία
1)᾿Εκτεταμένος, τεντωμένος Κύπρ.: ᾿Εποταυρίστην νὰ πκιˬάσῃ τὸ ’πωρικὸν τ’ ἐκοράτισεν τὸ βνίδιν του τ’ ἔμεινεν ’ποταυριστὸς (ἐκοράτισεν=πιάστηκε, βνίδιν=τὸ κάτω μέρος τῆς σπονδυλικῆς στήλης). 2)Ὁ ἀποσυρόμενος κἄπου ΚΠαλαμ ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Περήφανη κ’ εὐγενικὴ καὶ μυστική, μακρεˬὰ σὲ μιˬὰ γωνιˬὰ ἀποτραυιχτὴ σιγὰ κιˬ ἀλύπητα ξεψύχησε (ἐνν. ἡ γάττα).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA