ἀφεντίτσης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφεντίτσης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀφεντίτσης ὁ, ἀμάρτ. ἀφεdίτσ’ς Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ἀφιdίτσ’ς Θρᾴκ. (Αἶν.) Λέσβ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. αὐθεντίτσης. Ἰδ. Λαογρ. 1 (1909) 568 «ἐγέννησα τὸν κύρι μου τὸν ἐμὸν αὐθεντίτσην».
Σημασιολογία
1) Προσφώνησις τιμητικὴ Θρᾴκ. (Αἶν.): ᾎσμ. Ἀφέdη͵ ἀφιdίτση μου, πέdε φορές ἀφέdη. Συνών. ἀφεντικὸς Β2, κύριος. 2) Πατὴρ (ἐν Σαρεκκλ. μόνον προκειμένου περὶ πατρὸς ἐγγάμου ἱερέως) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Λέσβ. Πβ. ἀφέντης, ἀφεντικός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA